- ανοσοποιώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, με εμβολιασμό ή άλλον τρόπο κάνω κάποιον απρόσβλητο στις αρρώστιες: Η ιατρική, με τη βοήθεια της χημείας, έχει επιτύχει να ανοσοποιήσει τον οργανισμό του ανθρώπου σε πολλές αρρώστιες. Ουσ. ανοσοποίηση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.